συρματίς

συρματίς
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «συρματὶς στρατιά
ἡ τὰ συμψήγματα καὶ τὰ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σύμψημα — τὸ, Α [συμψάω] (κατά τον Ησύχ.) α) σκουπίδι β) «συρματίς στρατιὰ ἢ τὰ συμψήματα καὶ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα» γ) στον πληθ. τὰ συμψήματα αποξέσματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”